- θυμητάρι
- τοενθύμιο, αναμνηστικό, θυμητικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμούμαι + κατάλ. -τάρι (πρβλ. προσευχη-τάρι, προσκυνη-τάρι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ … Dictionary of Greek
ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… … Dictionary of Greek
θυμητικός — ή, ό (Μ θυμητικός, ή, όν) [θυμώ (ΙΙ) θυμούμαι] 1. ενθυμητικός* 2. το ουδ. ως ουσ. το θυμητικό α) δώρο αναμνηστικό, ενθύμιο, θυμητάρι β) μνημονικό, ισχυρή μνήμη, ικανότητα απομνημόνευσης μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θυμητικό(ν) 1. το θυμοειδές που κατά … Dictionary of Greek
θύμηση — η (Μ θύμηση και θύμησις) [θυμούμαι] 1. μνήμη, θυμητικό, ενθύμηση («μα πάντα ο νους κι η θύμηση ήτονε μετά κείνη», Ερωτόκρ.) 2. ανάμνηση («οι θύμησες τών παιδικών μου χρόνων») 3. φρ. α) «δίδω θύμησιν» υπενθυμίζω κάτι β. «βάνω κάτι εις θύμηση» ή… … Dictionary of Greek
ενθύμημα — το, ατος 1. ό,τι δίνεται για ανάμνηση, το ενθύμιο, θυμητάρι, το σουβενίρ.: Ενθυμήματα της πρώτης αγάπης. 2. (λογ.), αριστοτελικός ρητορικός συλλογισμός που στηρίζεται σε πιθανές προτάσεις και μπορεί να πείσει, αλλά δεν έχει αποδεικτική αξία. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενθύμιο — το καθετί που φέρνει κάτι στη μνήμη ή τη σκέψη κάποιου, ενθύμηση, θυμητάρι, σουβενίρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)